- κλιματογραφία
- ηκλάδος της κλιματολογίας, που μελετά τις κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλιματογραφία — η κλάδος τής κλιματολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών κλιματικών συνθηκών ενός τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. climatography < climat (νεολατ. clima < κλίμα, τος) + graphy (< λατ. graphia < γραφία < γράφος… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek